κασμᾶ

κασμᾶ
κατά-σμάω
wipe
pres subj act 1st sg (doric aeolic)
κατά-σμάω
wipe
pres ind act 1st sg (doric aeolic)
κατά-σμάω
wipe
pres subj act 1st sg (doric ionic aeolic)
κατά-σμάω
wipe
pres ind act 1st sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • αυλακιάζω — 1. ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι ή τον κασμά 2. κάνω να σχηματιστούν αυλάκια, ρυτίδες («τον αυλάκιασε η δυστυχία») …   Dictionary of Greek

  • βάσταγας — ο (Μ βάστας, ακος και βάστακας) [βαστάζω] αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρού νεοελλ. 1. αντηρίδα, πρόχωμα αγρού σε κατηφοριά για να συγκρατεί το χώμα 2. άκρη του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι αλλά μόνο με κασμά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”